«Θυμάμαι που πολλές φορές περνούσες τη μέρα σου αντιγράφοντας κείμενα που σου χρησίμευαν ως άμφια. Το προτιμούσες αυτό γιατί στη αντιγραφή η προσωπική συμβολή πρακτικώς περιορίζεται στον μόχθο, η συναισθηματική πράξη ανήκει σε άλλον. Έτσι κρατιόσουν σε απόσταση από τα γραπτά σου.... Τέτοιες φράσεις είναι σαν αποδημητικά πουλιά, έλεγες. Ανάλογα με την εποχή μεταφέρονται. Είναι λόγια του αέρα, φράσεις- μετανάστες. Φράσεις που ψάχνουν την τύχη του άλλου, κάθε φορά».
ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Σελ. 87

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

ΓΙΑ ΣΕΝΑ!

Για σένα, αν περάσεις από δω!

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 31


«Όλα όσα δεν θυμόμαστε απομακρύνουν ακόμα πιο πολύ το παρελθόν μας. Το μέλλον μας σχηματοποιείται τόσο μ’ αυτά που ξεχνάμε, όσο και μ’ αυτά που επιλέγουμε να ξεχάσουμε».
Βρικολακιάζει το δικό μου παρελθόν εις το διηνεκές. Τώρα πια είμαι σίγουρος. Η δική σου Ξένια, πατέρα, σε μένα έφτασε Σαβίνα. Και η δική σου φωτιά, σαν παιδί αναγεννημένο μέσα απ’ τις στάχτες, νερό. Από τους ετερώνυμούς μου, ο Easy Rider, ο πιο κοντινός. Με το σημάδι της αμαρτίας στον ώμο μου και στον ώμο του. Ένα μικρό καφετί σημάδι σαν σπασμένη μικρή πεταλούδα ή σκορπιός.
Γεννημένος κι αυτός την ίδια μέρα. Ενδεκάτη Νοεμβρίου σαν τον Ντοστογιέφσκι. Σκορπιός.
Σελ. 211

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 30


«Αν δεν μοιάσεις στον εαυτό σου, θα πάψουν και οι καθρέφτες να σε βλέπουν, δεν θα σε αναγνωρίσει κανείς».
Και να τώρα! Όλοι τον βλέπουν σ’ ενός άλλου το πτώμα. Αχ Άγελε, δανεικέ, βασανιστικέ…
Σελ. 209

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 29


«Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ‘σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου που κοιμάσαι… Πόσο ωραία είναι η κραυγή σου που μου χαρίζει τη σιωπή σου».
Σε πόσες άλλες, αλήθεια να το έχει πει;
Σελ. 208

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 28



Η Μάνια τίποτε δεν σεβάστηκε, έτσι αισθάνεται, στη ζωή. Ούτε την κλίση της, να γράφει ήθελε. Ποίηση. Όχι θρίλερ που της υπαγορεύει η ζωή. Και να που τώρα και ο Άγγελος γρίφους της στέλνει. Με σκάκι, βασίλισσα και τελειωμένες παρτίδες.
«Ο κύβος ερίφθη, και το παιχνίδι, το ‘χασα».
Μα αυτός από χέρι το παιχνίδι το είχε χαμένο. Ναι, σιγά, δεν γεννιόμαστε, λέει, με προδιαγεγραμμένη γραμμή. Στην περίπτωσή του, όμως, τι ήταν; Σημαδεμένη τράπουλα! Και για κείνον και για τον Νικηφόρο, αλλά και τι να τα λέμε τώρα, και για την Σαβίνα, ολότελα υποθηκευμένη ζωή. Ούτε ανάσα να την πάρουνε μόνοι τους. Είχανε κάνει άλλοι τη χορογραφία. Εκείνοι, παραλλαγές μόνο. Να τα μπερδεύουνε τα βήματα στο φινάλε όλο και πιο πολύ.
Σελ. 160

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 27






Ο τρόμος να ζεις

«Τι είναι αυπνία;

Η ερώτηση είναι ρητορική την απάντηση την ξέρω πολύ καλά.
Είναι να φοβάσαι και να μετράς περασμένα μεσάνυχτα τα σκληρά και
μοιραία χτυπήματα της καμπάνας, να προσπαθείς με ξόρκια
ανώφελα και να αναπνέεις κανονικά, είναι το φορτίο ενός σώματος
που αλλάζει απότομα πλευρό, είναι ν’ ανοίγεις τα βλέφαρα, είναι
κάτι σαν πυρετός που δεν είναι πραγματική αγρυπνία,
είναι να απαγγέλλεις εδάφια που έχεις διαβάσει εδώ και χρόνια,
είναι να τα βάζεις με τον εαυτό σου που ξαγρυπνά όταν οι άλλοι
κοιμούνται, είναι να θέλεις να βυθιστείς στο όνειρο
και να μην το μπορείς,
είναι ο τρόμος να ζεις και να συνεχίζεις να υπάρχεις,
είναι η ακαθόριστη αυγή»Ί.
Αλλά ναι! Η ερώτηση είναι σίγουρα ρητορική. Την απάντηση την ξέρω πολύ καλά. Έτσι μετράω και θα μετράω πια τη ζωή μου από αυπνία σε αυπνία.
Υπέφερες κι εσύ αυτό το γνωρίζω καλά.
Η Μάνια μετρά όλη τη νύχτα το δωμάτιο βήματα. Κι όταν δεν την χώρα, που ποτέ δεν την χωρά, επεκτείνεται και στον υπόλοιπο χώρο, μετρώντας όλο το σπίτι βήματα. Χαράματα βγαίνει στον κήπο. Σαν το φάντασμα.
Ζωντανεύουν την νύχτα οι εφιάλτες’ αποκτούν σάρκα και οστά. Κι ό,τι έκανες λάθος, γίνεται φίδια.
Η απουσία πλάκα από τσιμέντο και σου πατάει την καρδιά. Ο άλλος που έφυγε, η ανάσα σου που σ’ εγκαταλείπει. Κάτι έκανες λάθος εσύ κι έτσι έμεινες έξω από την Εδέμ. Την ώρα που έτρεξες, έκλεινε ο κήπος.
Σου έκλεισαν την εξώθυρα στα μούτρα σου! Της έλεγε ο Άγγελος και το ‘λεγε βεβαίως για τον εαυτό του.
Εξόριστος! Μήπως κι αυτή; Δεν είναι εξόριστη στην ίδια της την πόλη; Εξόριστη στην ίδια της τη ζωή;

Η κηδεία ορίστηκε για τις τέσσερις στην Μητρόπολη της πόλης. Έχει συναδέλφους, φίλους, ασθενείς, συνεργάτες, θα χρειαστεί μεγάλη εκκλησία, η σύζυγος αποφάσισε.
Είναι η κυρία της γιορτής. Όλο το σπίτι εδώ και τέσσερις μέρες, φωταγωγημένο.
«Άστρα, ψωμί, βιβλιοθήκες, ανατολής και δύσης,
σκακιέρες, τραπουλόχαρτα, στοές, φεγγίτες, υπόγεια,
ένα σαρκίο ανθρώπινο για να βαδίσεις πάνω στη γη,
νύχια που μεγαλώνουν όσο κοιμάσαι, μα κι αφού πεθάνεις,
ίσκιος που χάνεται, εναλλασσόμενοι καθρέφτες που αναπαράγουν,
μια τάση προς τη μουσική, την πιο εύπλαστη απ’ τις μορφές του χρόνου,
σύνορα με τη Βραζιλία και την Ουραγουάη, άλογα, πρωινά,
ένα βαρίδι μπρούτζινο κι ένα αντίτυπο της Σάγκας του Γκρέτιρ,
άλγεβρα και φωτιά, η επέλαση του Χουνίν μες στο αίμα σου,
ο έρωτας, η προσμονή του έρωτα κι ανυπόφορες αναμνήσεις,
το όνειρο, σαν τον θαμμένο θησαυρό, η γενναιόδωρη τύχη
κι η μνήμη, που την αντικρίζεις και ζαλίζεσαι,
όλα αυτά σου δόθηκαν, κι ακόμη
η παμπάλαιη τροφή των ηρώων: ήττα, υποκρισία και ταπείνωση.
Άδικα σπαταλήσαμε για το χατίρι σου το ωκεανό,
άδικα πήγε ο ήλιος, που κοίταξε με το εκστατικό του βλέμμα ο Ούτμαν,
τα χρόνια σου τα ξόδεψες κι αυτά σ’ έχουνε πάλι φθείρει,
μα εσύ, ακόμα να γράψεις το ποίημα».
Πώς δεν το σκέφτηκα! Πετάγεται. Μια έμμονη ιδέα ζουζουνίζει στο κεφάλι της σαν μύγα.
Ο υπογραμμισμένος «Ματθαίος ΚΕ’ 30» και το σκάκι του!
Δεν θα ‘ναι μήνας που της έστειλε το δώρο! Όταν χτύπησε ο ταχυδρόμος την πόρτα της ξαφνιάστηκε «σα ρολόι που στ’ όνειρο καταργεί τον κανόνα», «σαν πουλί που μες στον ύπνο του ανασαίνει».
Άσπρο χαρτί, γκοφρέ και με κορδέλα μωβ. Μπα, σκέφτηκε, ποιος με θυμήθηκε. Και μέσα στο πακέτο ένα παμπάλαιο φιλτισένιο σκάκι. «Για να προσέχεις τη βασίλισσα» στην κάρτα του. Κι ύστερα, κάτω από την υπογραφή «Άγγελος» με μικρά – μικρά καφέ γραμματάκια
«ο κύβος ερρίφθη όμως
και το παιχνίδι το ‘χασα».
Νεκρό θα έχει πάλι, σκέφτηκε κάποιος θα του πέθανε.
Ποτέ του δεν θα εξοικειωθεί με τον θάνατο ο Άγγελος.

Κόκκινα τριαντάφυλλα, επέμενε. Στο γραφείο τελετών ο κύριος, όμως, επέμενε κι εκείνος. «Να του πάτε μπουκετάκι, κυρία μου! Σ’ αυτές τις περιστάσεις μόνον λευκά. Διαλέξτε! Τριαντάφυλλα ή γαρύφαλα». Του είπα τριαντάφυλλα, μπουμπούκια. Και πάνω τους να γράψουν με γράμματα «καλό ταξίδι».
«Ένα χρώμα είναι τα γράμματα, κυρία μου. Θα γράψουμε και τα δικά σας όπως θα γράψουμε των άλλων».
Έστειλε και το πρώτο δημοσίευμα. «Έλα μου! Δόξα τω Θεώ! Κι είπα τι έχει πάθει» ο αρχισυντάκτης.
«Τον γνώριζα, τον πόνεσα».
«Ένας ακόμα λόγος να τον θάψεις».
Έτσι ξεκίνησα: «Έφυγε προχθές το βράδυ ο συντοπίτης μας Άγγελος Κομνηνός αφήνοντας πίσω του πάμπολλες ερμηνείες.
Σα διφορούμενο αίνιγμα.
Ένας αποχαιρετισμός σαν τη ζωή ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο».
Εξάλλου, ο ιατροδικαστής της τόπε καθαρά. «Μάνια, θα ξεσπάσει σάλος, μην το γράψεις! Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως είναι ο Άγγελος! Γι’ αυτό τον άντρα δεν μπορώ με σιγουριά να βεβαιώσω τίποτα και κανένα. Από σεβασμό στους οικείους, το θέμα το ‘κλεισα». Για μένα, όμως, υπάρχει και θα υπάρχει και θα με βασανίζει.
Ακόμα ένας στον χορό των άυπνων, σκέφτηκε.
Ακόμα ένας που θα ξαγρυπνά όταν οι άλλοι κοιμούνται. Που θα ΄ναι υποχρεωμένος να ζει και να συνεχίσει να ζει με τον τρόμο μιας ακαθόριστης αυγής.
Με την παρηγοριά του Μπόρχες και τον γρίφο της παρτίδας που παίχτηκε αφού ο κύβος ερρίφθη ξεχωρίζει τα ρούχα του πένθους: ένα μαύρο ταγιέρ σαν το σκότος της μήτρας ή σαν τα έγκατα της γης.
Να το ξασπρίσω λίγο, να μη μοιάζω και με την χήρα, σκέφτεται. Ο πόνος, άλλωστε, θα πρέπει να μη ξοδεύεται στα ξένα μάτια, θα πρέπει να ‘ναι μυστικός.
Κι η Μάνια πρέπει να προστατεύσει τις αναμνήσεις.
Σελ. 155-159

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 26


Δεν κλαίει. Ίσα που θάμπωσε η εικόνα του κόσμου. Μονάχα σπαρταρά «σαν το πουλί που σπάσαν οι φτερούγες». Και επαναλαμβάνει «μαμά- μαμά» και «Άγγελε». Τι θα απογίνει, σκέφτονται όλοι. Κι ο Νικηφόρος, τίποτα. Μέσα, βαθιά, μια πληγή. Μια πληγή ο κόσμος όλος.
Σα διφορούμενο αίνιγμα.
Όλα τα χάνουμε. Σκέφτεται. Η πιο μεγάλη ώρα ίσως να ‘ναι τώρα. Ζωή, άνθρωπος της σκιάς.
«Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος
επί της γης και ίσως ούτε γη να
υπάρχει ούτε άνθρωπος.
Ίσως κάποιος Θεός με περιπαίζει»
Σελ. 154

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 25



ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ:

Για να μιλήσω με τους νεκρούς και για μια απουσία γράφω

«Έγραψα ένα γράμμα στην αγάπη μου
Και στο δρόμο μου έπεσε,
Ένα σκυλάκι το μάζεψε
Και το έβαλε στην τσέπη του».

«Για ποιον, αναρωτήθηκε, ξαφνικά, έγραφε αυτό το ημερολόγιο; Για το μέλλον, για τους αγέννητους… Για πρώτη φορά συναιστάνθηκε το μεγαλείο της αποστολής που ανέλαβε. Πώς θα μπορούσες να επικοινωνήσεις με το μέλλον; Αυτό ήταν εκ φύσεως αδύνατο. Είτε το μέλλον θα έμοιαζε με το παρόν, οπότε θα αδιαφορούσε γι’ αυτό, είτε θα ήταν διαφορετικό, και η δύσκολη θέση του δεν θα είχε κανένα νόημα».
Για το παρελθόν, όμως, γράφω. Για να μιλήσω με τους δικούς μου νεκρούς. Με τους δικούς μου νεκρούς. Και με μια απουσία. Για μια απουσία.
Το κίνητρό μου απ’ την αρχή ήταν σαφές. Καθόλου δεν μπερδεύτηκα- ποτέ- «μέσα στον λαβύρινθο» της Άτγουντ. Το χάρηκα, όμως. Όταν διαπίστωσα με όλες αυτές τις απαντήσεις πόσο αλλιώτικο μπορεί να γίνει καμία φορά το ίδιο βιβλίο. Η πρόθεση είναι εκείνη που βαφτίζει την πράξη, κάθε φορά. Το έγκλημα, το παράνομο πάθος, ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή μια αυτοχειρία.
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Απαντούσε ο πρώτος. Λες και μικρό βάρος μας δίνει ήδη με αυτό που είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί, ο επόμενος. Κι ο τρίτος, για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε.
Ακολουθούσε παρακάτω ένα πλήθος κινήτρων: Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Να παράγω τάξη από το χάος. Για να τέρψω και να καθοδηγήσω (δεν απαντάται συχνά μετά τις αρχές του 20ου αιώνα, ή τουλάχιστον όχι με αυτή τη μορφή). Για να εκφραστώ καλαίσθητα. Για να δημιουργήσω ένα τέλειο κόσμο τέχνης. Για να ανταμείψω τους ενάρετους και να τιμωρήσω τους ενόχους’ ή το αντίθετο επιχείρημα του Μαρκήσιου ντε Σαντ, που χρησιμοποιούσαν οι είρωνες. Για να κατοπτρίσω τη Φύση. Για να κατοπτρίσω τον αναγνώστη. Για να φιλοτεχνήσω το πορτραίτο της κοινωνίας με τα δεινά της. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να υπερασπιστώ το ανθρώπινο πνεύμα, και την ανθρώπινη τιμή και ακεραιότητα. Για να κοροιδέψω τον θάνατο. Για να βγάλω λεφτά και να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να ξεμπροστιάσω τα καθάρματα. Επειδή η δημιουργία είναι ιδιότητα του ανθρώπου. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με τον Θεό. Γιατί μισούσα την ιδέα να έχω μια συμβατική δουλειά. Για να πω κάτι καινούργιο. Για να προκαλέσω την εγρήγορση του εθνικού αισθήματος ή να δημιουργήσω εθνική συνείδηση. Για να δικαιολογήσω τις αποτυχίες μου στο σχολείο. Για να δικαιώσω την ιδέα που έχω για τον εαυτό μου και τη ζωή μου, επειδή δεν θα μπορούσα να είμαι «συγγραφέας» εκτός κι αν έγραφα τελικά κάτι. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων από ό,τι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να διορθώσω τις ατέλειες της μίζερης παιδικής ηλικίας μου. Ως αντίδραση στους γονείς μου. Για να ξετυλίξω μια συναρπαστική ιστορία. Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον αναγνώστη. Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον εαυτό μου. Για να περάσω τον καιρό μου, μολονότι έτσι κι αλλιώς περνά. Γραφομανία. Ψυχαναγκαστική λογοδιάρροια. Γιατί εκεί με οδήγησε κάποια ανεξέλεγκτη δύναμη. Επειδή ήμουν δαιμονισμένος. Γιατί κάποιος άγγελος μου τα υπαγόρευσε. Γιατί έπεσα στην αγκαλιά της Μούσας. Γιατί γονιμοποιήθηκα από την Μούσα και αναγκάστηκα να κυοφορήσω ένα βιβλίο (ενδιαφέρουσα περίπτωση παρενδυσίας στην οποία εντρύφησαν συγγραφείς του 17ου αιώνα). Γιατί είχα για συντροφιά βιβλία αντί για παιδιά (μερικές γυναίκες του 20ου αιώνα). Για να υπηρετήσω την Τέχνη. Για να υπηρετήσω το Συλλογικό Ασυνείδητο. Για να υπηρετήσω την Ιστορία. Για να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά του Θεού προς τον άνθρωπο. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά για την οποία τιμωρήθηκα στην πραγματική μου ζωή. Για να γίνω μάστορας στην τέχνη μου, έτσι ώστε να μπορώ να παράγω κείμενα (πρόσφατη καταγραφή). Για να ανατρέψω τα καθιερωμένα. Για να δείξω πως ό,τι κι αν είναι, είναι σωστό. Για να πειραματιστώ με νέες μορφές αντίληψης. Για να δημιουργήσω ένα ψυχαγωγικό μπουντουάρ έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπει σε αυτό και να περάσει καλά (μεταφρασμένο από τσέχικη εφημερίδα). Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου (το επιχείρημα του πρώην ναυτικού). Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για να τα βγάλω πέρα με την κατάθλιψη. Για τα παιδιά μου. Για να δημιουργήσω ένα όνομα που θα επιβιώσει και μετά τον θάνατό μου. Για να υπερασπιστώ κάποια μειονότητα ή καταπιεσμένη τάξη. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να ξεσκεπάσω τρομερές αδικίες ή ωμότητες. Για να καταγράψω τις διάφορες περιόδους που έζησα. Για να βεβαιώσω φρικτά γεγονότα από τα οποία διασώθηκα. Για να μιλήσω για τους νεκρούς. Για να υμνήσω την πολυπλοκότητα της ζωής. Για να δοξάσω το σύμπαν. Για να προνοήσω για την πιθανότητα της ελπίδας και της λύτρωσης. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που μού δόθηκε».
Όμως, εγώ, γράφω μόνο για τους νεκρούς μου. Για μιαν απούσα που δεν της εξήγησα’ που δεν εξηγηθήκαμε, τελικά. Και για να μη με καταβάλει ο θάνατος’ που με νικά κάθε μέρα στο νοσοκομείο.
Θα τον προλάβω όμως εγώ αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά θα είμαι εγώ εκείνος που θα βάλει την τελεία.
Τον αδελφό μου, όμως, σκέφτομαι. Και τον Easy Rider. Μ’ αυτό το περίεργο σημάδι στον ώμο του, αδελφό σημάδι με το δικό μου.
Αλλά μπορεί γι’ αυτούς και να ‘ναι καλύτερα. Μήπως, τι, μια ζωή, μια σκιά μόνον ήμουν.
ΣΕλ. 142-145

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 24


Δεν είναι μόνος του. Ενώ ταυτόχρονα δεν είναι και με τους άλλους. Έχει μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας, ηδονής, συντροφιάς. Ο άνεμος είναι κάτι με το οποίο βαδίζει μαζί, τον αγγίζει σα γάζα και σα χάδι, δεν είναι κάτι που τον περιβάλει απλώς. Ο Easy Rider στη μηχανή του επάνω γίνεται ολόκληρος. Σα να μαζεύονται τα χίλια άπειρα σκόρπια κομματάκια του. Κι όσο πιο γρήγορα, τόσο πιο συμπαγής. Μια μικρή ανθρώπινη κουκίδα σαν πέτρα, βράχος που τρέχει μέσα στα χωράφια. Α ναι, το παραδέχεται, ντόπα κι αυτό. Άλλος την κοκκαίνη, το λάβδανο κάποτε, τη Μορφίνη ή το χασίς. Άλλος την καφείνη, το πρόζακ ή τα αναβολικά. Άλλος, αλκοόλ. Σαν τον Άγγελο. Κι εκείνος ο Easy Rider την ταχύτητα. Τρέχοντας βιώνει την πλήρη του μεταμόρφωση το παραδέχεται. Στον Άγγελο, τουλάχιστον, το παραδέχεται. Πάνω από τα 150 ο Σωτήρης γίνεται Easy Rider. Όπως Ρικάρντο Ρέις ή Άλβαρο ντε Κάμπος ή Αλμπέρτο Καέιρο, ο Πεσσόα.
«Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί
που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος
είμαι εγώ: σαν κάτι τέτοιες περιπτώσεις
δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί».
Λαθρεπιβάτης της ζωής. Ο άνθρωπος «πίσω από τις μάσκες».
Κι αυτό, ο Άγγελος του το χάρισε. Όπως κι αυτήν εδώ τη Φρίντα, την τελευταία του μηχανή. Αλλά δεν θα το πούνε σε κανένα. Και οι δυο, ξέρουν καλά να κρύβουν μυστικά. Η πιο βαθιά τους μάσκα, ένα παζλ με μυστικά. Αν τα αποκαλύψουν, ακρωτηριάζονται. Αφού δεν τα λέει ούτε ο ένας στον άλλον Έχει τον τρόπο του ο Άγγελος όταν το θέλει να σου μιλήσει. Τα κείμενα.
Σελ.137

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 23





Αλλά τι λέει; Μόλις θυμήθηκε. Εκείνο το σημαδεμένο βιβλίο. Προχθές της το ‘στειλε. Ακριβώς στη σελίδα 75. Πάντοτε έτσι της έστειλε τα μηνύματα. Το ‘ξερε. Μέσα σε εκατοντάδες σελίδες, σε σημαδεμένες ιστορίες. Δανεικές. Πάντοτε δανεικές.
Την δική μας αλήθεια δεν την αντέχουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Α ναι, τώρα που το θυμάται, έτσι ακριβώς της είχε πει. Από κει θ’ αρχίσει. Το αποφάσισε. Από τα «Όρια» στη σελίδα 75 ακριβώς:
«Υπάρχει κάποιος στίχος του Βερλαίν που δεν θα ξαναθυμηθώ
Υπάρχει κάποιος δρόμος εδώ κοντά που είναι κιόλας απαγορευμένος για
βήματά μου,
υπάρχει ένας καθρέφτης που κοιτάχτηκα για τελευταία φορά,
υπάρχει κάποια πόρτα που έχω κλείσει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου (τα βλέπω εδώ μπροστά μου)
Υπάρχει κάποιο που δεν θα ξανανοίξω πια.
Τούτο το καλοκαίρι κλείνω τα πενήντα’
ο θάνατος ασταμάτητα με ροκανίζει».
Ας κατεβάσει κάποιος, επιτέλους, από τη μηχανή αυτό το παιδί!
Από τα «Όρια»! Πως δεν το σκέφτηκε! Απ’ εκεί πρέπει ν’ αρχίσει. Από τα «Όρια»!
Σελ.135-136

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 22



Ο Άγγελος ποτέ δεν έκοβε σχέσεις. «Ανοιχτές πόρτες, ανοιχτές πληγές» του έλεγε. «Έτσι τις θέλω εγώ τις πληγές, ανοιχτές».
Σελ.134