«Θυμάμαι που πολλές φορές περνούσες τη μέρα σου αντιγράφοντας κείμενα που σου χρησίμευαν ως άμφια. Το προτιμούσες αυτό γιατί στη αντιγραφή η προσωπική συμβολή πρακτικώς περιορίζεται στον μόχθο, η συναισθηματική πράξη ανήκει σε άλλον. Έτσι κρατιόσουν σε απόσταση από τα γραπτά σου.... Τέτοιες φράσεις είναι σαν αποδημητικά πουλιά, έλεγες. Ανάλογα με την εποχή μεταφέρονται. Είναι λόγια του αέρα, φράσεις- μετανάστες. Φράσεις που ψάχνουν την τύχη του άλλου, κάθε φορά».
ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Σελ. 87

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

Ζωή Σαμαρά, Ομότιμη Καθηγήτρια του Α. Π.Θ



Ελένη Γκίκα, «Υγρός χρόνος», Αθήνα, Άγκυρα, 2008, σελ. 240

«Υγρός χρόνος», μυθιστόρημα». Έτσι αποκαλεί το νέο της βιβλίο η Ελένη Γκίκα. Σαν να θέλει να μας θυμίσει ότι οποιαδήποτε απόκλιση από το λογοτεχνικό είδος «μυθιστόρημα» είναι φαινομενική. Ωστόσο, όπως μας έχει διδάξει ο πλατωνικός «Θεαίτητος», τα φαινόμενα δεν είναι εξ ορισμού απατηλά. Κάποιες φορές μάλιστα οδηγούν στο βάθος των πραγμάτων.
Στο μυθιστόρημα, το δεύτερο της τριλογίας «Τρεις εκδοχές του ενός προσώπου», η συγγραφέας αφηγείται την πιθανή αυτοκτονία ενός χαρισματικού γιατρού, χρησιμοποιώντας με μοναδική δεξιοτεχνία μια κινούμενη οπτική. Ο χρόνος, άλλοτε υγρός και άλλοτε φλεγόμενος, αναδύεται από την κρυφή όψη του ήρωα και καταγράφεται μέσα από το βλέμμα των γυναικών της ζωής του. Ερωμένες, σύζυγοι, θείες μιλούν για τη ζωή και το θάνατό του, δίνοντας «αινιγματικές απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ». Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ήρωας αυτοκτόνησε εξάγεται από «αγαπημένα» κείμενα που παρεμβάλλονται στην αφήγηση. Όμως τότε ακριβώς ενεργοποιείται το θαύμα της γραφής: όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή πεζογραφία των αμιγών λογοτεχνικών ειδών, ταξιδεύοντας μέσα σε άλλα βιβλία, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτουμε το πραγματικό πρόσωπο της μυθοπλασίας. Ο αναγνώστης νιώθει πάθος ακόμη και για τις κριτικές βιβλίων, γιατί εντάσσονται μέσα σε μυθικό πλαίσιο. Και καθώς η συγγραφέας διαβάζει, διαβιβάζει τη σκέψη της μέσα από τη γραφή του άλλου, περιδιαβάζει στα κείμενα των άλλων και των ηρώων της. Κάποια από τα πρόσωπα έχουν ήδη ζήσει σε προηγούμενα μυθιστορήματά της. Χωρία και τίτλοι επαναλαμβάνονται. Η επανάληψη είναι όπως η ανάμνηση στην Αρχαιότητα, με τη διαφορά ότι είναι στραμμένη προς το μέλλον και όχι προς το παρελθόν, έγραφε ο Κίρκεγκορ. Με συνδυασμό επανάληψης και ανάμνησης, η Ελένη Γκίκα πετυχαίνει μια εξαίσια μεταμοντέρνα αισθητική: ο μύθος υπονομεύεται, διακόπτεται, κατακερματίζεται, χωρίς να χάνει ποτέ τη συνοχή του, με την αλήθεια να είναι μπροστά στα μάτια μας, στη γραφή του Άλλου, αλλά να μας διαφεύγει διαρκώς, σαν ευφυής εγκληματίας.
Η έννοια του δανείου συνυφαίνεται με την αποδοχή της ετερότητας. Η πεζογραφία αναγνωρίζει τον άλλο εαυτό της στην κριτική και το δοκίμιο, ενώ ο ήρωας καθρεφτίζεται μέσα στην ποίηση του Ρεμπό. Για να γράψεις πρέπει να αντιγράψεις, και αυτό γιατί πρέπει να γίνεις άλλος, γιατί, τη στιγμή που γράφεις, εγώ είναι ένα άλλος
(je est un autre). Και τελικά, το βιβλίο μάς οδηγεί σε «αγραμμική ανάγνωση», σε υπονόμευση της ταυτότητάς του, για να δημιουργήσουμε τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων. Μια θεωρία της διακειμενικότητας αναπτύσσεται στην καρδιά μιας μυθοπλασίας με αστυνομική υφή. Τα «δανεικά» κείμενα γίνονται ψηφίδες και χτίζουν το μωσαικό του αποσπασματικού λόγου, ένα μείγμα λογοτεχνικής και δοκιμιακής γραφής, χαρακτηριστικό εξάλλου και προηγούμενων βιβλίων της συγγραφέως. Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, δεν υπάρχει «μυστηριώδης οντολογική διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους γραφής» (Ερμηνεία και Υπερερμηνεία). Και ο Γάλλος πεζογράφος Pascal Quingnard, στο βιβλίο του «Οι περιπλανώμενες σκιές» (2002), νιώθει ότι οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» διαμορφώνοντας το δικό του «μυθιστόρημα- μελέτη».
Ο Άγγελος έγραφε με καφέ μελάνι. «Συνταγογραφούσε, ακόμη με καφέ στιλό», ενώ «χαρίζει στις γυναίκες του- λένε- από ένα μοβ στιλό». Το καφέ χρώμα κυμαίνεται ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο. Στην κηδεία, δύο από τις αγαπημένες του εμφανίζονται ντυμένες στα μαύρα και δύο στα κόκκινα, σαν να μάντευαν τη σύνθεση και το συμβολισμό του χρώματος και συνέχιζαν τη γραφή του ήρωα. Η Σαβίνα έγραψε με τη μοβ πένα «την πρώτη, εκείνη την αρχική ιστορία», σαν την αρχετυπική αφήγηση που ξαναγράφουμε σε κάθε νέο βιβλίο μας. Σε κάποιες πρωτόγονες κοινωνίες κρεμούσαν στο λαιμό των παιδιών μοβ πετραδάκι να τα προφυλάξουν από την αρρώστια και την ανυπακοή: ένδειξη υπέρτατης αγάπης, να προστατεύεις και συνάμα να υποτάσσεις.
Και ενώ «όλη η λογοτεχνία είναι, εντέλει, αυτοβιογραφική», βασίζεται σε κείμενα άλλων. Η ζωή αντιγράφει την τέχνη, όπως στον αφορισμό του Όσκαρ Ουάιλντ. Είναι όμως τόσο διαφορετικές. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα αναδύθηκε μέσα από τη ζωή του Άντερσεν και, με τη σειρά τους, δημιουργός και μυθικό πρόσωπο έγιναν πηλός για να πλασθεί ο Άγγελος. Ο θάνατος που επέλεξε να σβήσει, με το αστείρευτο νερό της θάλασσας, τη φωτιά που έκαψε τον πατέρα του και άφησε ανεξίτηλο λεκέ, τα σπίρτα που δεν κατόρθωσαν να ζεστάνουν το κοριτσάκι, τη φωτιά της ύπαρξής του, ολόκληρη «Μια εποχή στην κόλαση». Και αν δεν πρόκειται για επιλογή; «Θυμάμαι να πνίγομαι στο αμνιακό υγρό», είχε πει ο ίδιος στο «Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς». Το νερό είναι το πεπρωμένο του, όπως η φωτιά ήταν το πεπρωμένο του πατέρα του. Τα αντίθετα συναντώνται για να χτίσουν το σύμπαν και το μυθιστόρημα. Επιπλέον, ο άλλος παραμένει πάντα ένας γρίφος για το εγώ. «Κανένας δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα του άλλου, τελικά», λέει η συγγραφέας με ελεύθερο πλάγιο λόγο, μέσα από τη σκέψη της Μάνιας, μέσα από μια πολλαπλή αλλότητα (Λόλα, Πέτρα), που μας αποκαλύπτει τη σύνθετη αγονία (με όμικρον η λέξη). «Πάρε και στέγνωσε τις σελίδες», λέει λακωνικά ο αστυνόμος στη Μάνια, δίνοντάς της το ημερολόγιο του Άγγελου, χωρίς να εξηγήσει γιατί είναι υγρές, σαν να επικοινωνεί μαζί της πέρα από τις λέξεις.
Αντίθετα από το νερό, η φωτιά μπορεί να είναι εντελώς εσωτερική. Κάποιο μυστικό – φωτιά-γνώση – οδήγησε τον πατέρα του ήρωα στην αυτοπυρπόληση. Ο πατέρας-εωσφόρος, όπως τον βλέπει η μικρή κοινωνία της πόλης του, καίγεται. Η «διαβολική» γενιά του φαίνεται στο παιδί που τρέμει και στο παιδί που τρέχει.
Η Ελένη Γκίκα είναι ποιήτρια, όχι μονάχα γιατί γράφει εμπνευσμένη ποίηση, αλλά γιατί στο έργο της το γλωσσικό σημείο παύει να είναι αυθαίρετο, καθώς υποβαστάζεται από μύρια άλλα σημεία, γλωσσικά ή μη, καθώς συνδέει το χρόνο της ανάμνησης με το χρόνο της επανάληψης. Ο δοκιμιακός λόγος κρίνει, κρίνεται και γονιμοποιεί. Προκαλεί τη συγγραφέα να ζήσει μέσα στη γραφή της εποχής μας.
Και ενώ ο αστυνόμος με τη Μάνια ψάχνουν να βρουν τη λύση, μόνο σε συνδυασμό με άλλο κείμενα θα απαντήσουμε στο ερώτημα αν ο Άγγελος πέθανε ή τράπηκε ξανά σε φυγή. Και υποθέτω ότι το πιο βασικό κείμενο είναι αυτό που δεν κυκλοφόρησε ακόμη, το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας.
Το περιμένουμε.