«Θυμάμαι που πολλές φορές περνούσες τη μέρα σου αντιγράφοντας κείμενα που σου χρησίμευαν ως άμφια. Το προτιμούσες αυτό γιατί στη αντιγραφή η προσωπική συμβολή πρακτικώς περιορίζεται στον μόχθο, η συναισθηματική πράξη ανήκει σε άλλον. Έτσι κρατιόσουν σε απόσταση από τα γραπτά σου.... Τέτοιες φράσεις είναι σαν αποδημητικά πουλιά, έλεγες. Ανάλογα με την εποχή μεταφέρονται. Είναι λόγια του αέρα, φράσεις- μετανάστες. Φράσεις που ψάχνουν την τύχη του άλλου, κάθε φορά».
ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Σελ. 87

Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Κριτική του Γιώργου Βιδάλη στην Ελευθεροτυπία για τον Υγρό χρόνο.

"Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου..."



«Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου…»

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΑΓΚΥΡΑ

«Μετεβλήθη εντός μου,
Ο ρυθμός του κόσμου…»
Γεώργιος Βιζυηνός
Δρομοκαίτειο 1922


«Το σπίτι δεν είναι τόσο μεγάλο», σκέφτηκε.
«Το μεγαλώνει το μισοσκόταδο,
Η ασυμμετρία, οι καθρέφτες,
Τα χρόνια, η άγνοιά μου, η μοναξιά».
Χόρχε Λουί Μπόρχες
«Ο θάνατος και η πυξίδα»

Αλλάζουν τα χρώματα σαν εποχές, αλλάζουν τα χρόνια σ’ αυτήν εδώ την κουζίνα. Και ούτε που το καταλαβαίνεις. Πότε γκριζάρισαν τα μαλλιά ούτε και που το παίρνεις είδηση. Απλά, ξυπνάς κάποιο πρωί και δεν είσαι εσύ αυτή στον καθρέφτη.
Γι’ αυτό το μόνο που τρέμω είναι οι φωτογραφίες.

Οι φωτογραφίες που κάποτε ήταν οι αγαπημένες μου. Τώρα μαραζωμένα τα άλμπουμ και ξεχασμένα μες στο σαλόνι. Σε ράφια και σε συρτάρια. Ακολουθώντας τη μοίρα μου. Ποτέ σε κοινή θέα. Ακόμα και τον χρόνο, σταματημένο τον αντιμετωπίζω μέσα από την κουζίνα. Στο ρολόι αυτό το στρόγγυλο με τον κύκνο, δώρο της θείας μου της Χρυσούλας στον γάμο. Εγώ είμαι ο κύκνος. Που σε αντίθεση με το παραμύθι και με τον μύθο, έγινε ασχημόπαπο.
Ένα ασχημόπαπο που εξακολουθεί να φλερτάρει στο φλιτζάνι με τη Χιονάτη. Γεμάτη τσάι γιασεμιού, σερβιρισμένη σ’ εκείνο τον δίσκο με τα καράβια. Αφού δεν θα φύγω ποτέ για ταξίδια μακρινά, ας πίνω το τσάι μου τουλάχιστον στ’ απλωμένα πανιά τους.
Σελ.31


Και πού δεν σε πάει αλήθεια ένα σύννεφο! Στην αυλή της γιαγιάς. Στο συρματόπλεγμα της μάνας σου. Στις φασκιές των παιδικών σου χρόνων. Διότι εμένα που με βλέπετε με δένανε. Για να μη στραβώσω. Να γίνουν λαμπάδα τα πόδια και τα χέρια μου. Να γίνει λαμπάδα η ζωή μου. Έτσι κάηκα. Έτσι ακριβώς.
Σελ.34


Είχε κι αυτή προδώσει το πεπρωμένο της. Διότι αρκεί η μία και μοναδική φορά. «Ο άνθρωπος που έκλεψε με σκοπό να μη ξανακλέψει άλλη φορά παραμένει κλέφτης. Όποιος προδίδει τις αρχές του έστω και για μία φορά δεν μπορεί ποτέ πια να έχει αγνή σχέση με τη ζωή ούτε με το έργο του». Και δεν είναι επειδή το είπε ο Ταρκόφσκι, είναι πια επειδή το αισθάνομαι: το λέει ο οργανισμός μου.
Κι αυτή εκεί η αγέλαστη φίλη.
Σελ.54


«Αν όχι εμείς, ποιοι; Αν όχι τώρα, πότε;»
Αυτή η φράση σφύριζε στο κεφάλι μου και τίποτα δεν ανέβαλλα για αύριο απ’ τη στιγμή που υπήρχε το τώρα.
Διότι το αύριο μπορεί και να μην έρθει ποτέ, όπως υποστηρίζει η Τόνι Μόρισον στην «Αγαπημένη» της. Το τώρα όμως βρίσκεται εδώ, πάντα.
Σελ. 59


Εμένα μ’ ανακουφίζει το γράψιμο. Όταν στριμώγνομαι πολύ, αντί να κλαίω, γράφω. Εδώ, στο τραπέζι της κουζίνας μ’ αρέσει να γράφω. Αντικρίζοντας τον ουρανό και δίπλα στα λάχανα και στα καρώτα. «αντιγράφω» έλεγε παλιά ο Αλέξανδρος. Και τώρα πως «γράφω τρέλες».
Σελ. 102

«Ό,τι πράττει ένας άνθρωπος είναι σαν να το έπρατταν όλοι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό δεν είναι άδικο κάποια ανυποταγή σε έναν κήπο να μολύνει ολάκερο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό δεν είναι άδικο η σταύρωση ενός και μόνο Εβραίου να αρκεί για να το σώσει. Ίσως ο Schopenhauer είχε δίκιο: εγώ είμαι οι άλλοι, οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι όλοι οι άνθρωποι, ο Σαίξπηρ, κατά κάποιο τρόπο, είναι ο άθλιος John Vincent Moon».

Ποια απ’ τις δυο μας γράφει αυτό το ποίημα: μ’ εγώ πληθυντικό και ίσκιο ένα.

Στη βορινή κουζίνα. Φορώντας κι οι δυο, την ίδια τσαλακωμένη ροζ πεταλούδας στολή.
Σελ.119


Ε, ύστερα ήρθαν ένα κι ένα κι όλα τα’ άλλα: ρίζα στις ρίζες μου. Λες κι ήταν ποτέ δυνατόν να ξεφύγω από τη μάνα μου. Ρίζα στις εμμονές μου. Λες κι ήταν ποτέ δυνατόν να ξεφύγω από τα πάθη μου. Ρίζα στην αδυναμία και την ανημπόρια μου. Λες κι ήταν ποτέ δυνατόν να ξεφύγω από τον χαρακτήρα μου. Ρίζα στο προδιαγεγραμμένο μου. Λες κι ήταν ποτέ δυνατόν να ξεφύγω από τη μοίρα κι από την ιστορία μου.
Ή μήπως ήταν;
Σελ.142

« Θα ήθελα να θυμούνται όταν με σκέπτονται δυο πράγματα: πως δεν μου άρεσαν ποτέ τα παιχνίδια με σημαδεμένα χαρτιά, η μπλόφα του πόκερ. Και πως δεν δίστασα ποτέ να λερώσω το πουκάμισό μου: διότι πιστεύω ότι η λογοτεχνική σελίδα συχνά έχει ανάγκη από λεκέδες, από λεκέδες σάλτσας, λίπους, αίματος – όπως η ζωή. Δεν πρέπει να είναι αποστειρωμένη. Πρέπει να είναι όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι, με ελαττώματα, που καλό είναι να μην τα κρύβουμε».

Έτσι ακριβώς –σαν του Αντόνιο Ταμπούκι «ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες»- το θέλω κι εγώ το φουστάνι μου: γεμάτο λάδια, αίματα και δάκρυα. Κι αράχνες και σκόνες, όπως ισχυρίζεται η Ελισάβετ. Όσο για την μπλόφα του πόκερ, σε μένα η ζωή ήταν που εμφανίστηκε με σημαδεμένη την τράπουλα. Και δεν γινότανε παρά να την πάθω για τα καλά σαν τον πρωτάρη.
Σελ. 151

Ανάβω φώτα, ραδιόφωνα, τηλεόραση… Να μπουν μέσα στο άδειο σπίτι οι ξένες φωνές. Να μπερδευτούνε κάπως. Εσύ, δεν ήρθες.
Σελ.170

Ο μόνος τρόπος για να βρει κανείς τον εαυτό του, είναι να τον χάσει. Κι εγώ τον έχασα. Άραγε θα τον βρω;
Σελ. 175

Δεν λένε ότι ο 20ός αιώνας ήταν ο αιώνας του στρες και ο 21ος της κατάθλιψης; Εγώ τους συμπύκνωσα και τους βίωσα αυτούς τους αιώνες μέσα σε δύο εικοσαετίες.
Κατάθλιψη! Τι περίεργη λέξη!
Κατατονία, Καταλανία, καταγέλαστη, κατεργάρα, κατήφεια. Κακομοιριά. Κι όμως πολλοί λένε ότι την εκδηλώνουν με υπερκινητικότητα. Είναι πιο αξιοπρεπείς από μένα. Με πονηριά.
Πολύ την μασκαρεύουν σε ένα απολύτως φορτωμένο και ελεγχόμενο πρόγραμμα. Εγώ, ούτε γι’ αυτό δεν στάθηκα ικανή.
Βουβή μια ζωή απέναντι στη λύπη, τη στιγμή που άλλοι σκίζουν με κραυγές τον ορίζοντα.
Ακίνητη μια ζωή στης αγωνίας το αγκομαχητό, την ώρα που άλλοι κινούν γη και ουρανό.
Βουλιαγμένη μια ζωή σε κάτι στατικό, βαρύ και παραπονεμένο, τη στιγμή που άλλοι σηκώνουν νέφη με λυγμούς.
Με λυγμούς! Αλήθεια, πόσα χρόνια έχω να κλάψω;
Σελ.176


Το πράγμα πήρε και μπερδεύτηκε όταν ξεκίνησα να διαφημίζω βιβλία. Τόνοι χαρτιού κυριολεκτικά για το καλάθι των αχρήστων. Με σλογκανάκια για τίτλο, αφισούλες για εξώφυλλο κι έκφυλα πάθη που πουλάνε σε σελίδες που διαβάζονται κι από μέση κι από τέλος. Μυθιστορήματα που χτύπησαν ρεκόρ πωλήσεων απ’ τη δική μας επιτυχημένη διαφημιστική συνταγή.
Τα καθαριστικά δεν μ’ αγγίζανε. Οι καφέδες, δεν συντρέχει λόγος. Οι σερβιέτες, όπως και να το κάνουμε, χρειάζονται. Τα ποτά, ξεπλένουν τον καημό μας. Τα προφυλακτικά είναι νόμος.
Αλλ’ αυτές οι σαβούρες που κάνουν το βιβλίο καταναλώσιμο υλικό, με κάνουν κι εμένα να αισθάνομαι εδώδιμο αποικιακό.
Σελ.187


Για να μην οδηγήσω σε πτώχευση τη φίλη μου, σηκώθηκα κι έφυγα. Μου ήταν ασύλληπτο να αντιμετωπίσω με το ίδιο σκεπτικό βιβλίο κι απορρυπαντικό, λογοτεχνία και σερβιέτα. Έτσι σήμερα πίσω από μια διαφήμιση μπορώ να διακρίνω το σαρδόνιο χαμόγελο, τα γυαλιά, ακόμα και το γραφείο εκείνης της μηχανής που χαίρεται αφάνταστα όταν αυτό το σατανικό δευτερόλεπτο συλλαμβάνεται κι εγκαθίσταται στο κεφάλι της.
Και για να μην υποφέρω πολύ, τις αποφεύγω όσο γίνεται τις διαφημίσεις.

Διαφημιζόμενα προϊόντα εγώ δεν αγόρασα ποτέ.
Σελ.189

«Για να γράψεις καλά, όπως είπε κάποιος, πρέπει να ξεχάσεις τη γραμματική».
Για να ζήσεις;

Ούτε τους βασικούς κανόνες δεν κράτησα: αυτοσυντήρηση, επικοινωνία, όνειρο, επιδίωξη… Αρκετούς, εξάλλου, απ’ αυτούς δεν τους διέθετα ποτέ. Σιγά σιγά νεκρώνει και η φαντασία. Ψευδαίσθηση όλα; Ή μία τρομακτική πέτρινη αναγκαιότητα;

Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Σελ. 211


Τον άφηνα, όμως, να έχει την αίσθηση πως με κερδίζει στους πόντους. Ούτε ναι, ούτε όχι. Το ερώτημα του κόσμου δεν το διευκρίνισα. Αισθάνομαι το αίνιγμα αλλά δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Έτσι απομένω εγώ ένα ερώτημα που υποβάλλεται αυτόματα κι αθέλητα στον κόσμο. Η άβουλη κόρη της μάνας μου. Η αγαπημένη του πατέρα. Η καταθλιπτική σύζυγος του Αλέξανδρου. Η παράξενη και παράφορη ερωμένη του Μάνου. Η εύελπις σημαιοφόρος του σχολείου. Η καταδικασμένη έγκλειστη της κουζίνας.

Αλλά υπάρχει πάντα ο πίνακας της Ροουζ. Απάντηση σ’ ένα ερώτημα που ούτε καν υποβλήθηκε. Λύση σ’ ένα αίνιγμα που δεν διευκρινίστηκε.
Σε πείσμα του χώρου και του χρόνου.

Μια γυναίκα με κατάθλιψη σ’ ένα παράθυρο. Με λύπη που έγινε κόκκινο. Με μοναξιά που φύτρωσε κυκλάμινα. Με απόγνωση που ταξιδεύει μ’ ένα σύννεφο καμιά φορά τα βράδια ως την άκρη της γης.
Σελ.229

Είμαι περίεργη στο πού θα φτάσω τελικά. Έχει πιο βάθος το βάθος;
Σελ.235

«Το αίνιγμα εμείς
Κι η λύση εμείς πάλι
Μυστήριο της ζωής
Κι απάντηση μεγάλη
Εμείς οι νικητές
Εμείς οι νικημένοι
Κι η Σφίγκα σιωπηλή
Εμάς θα περιμένει».
Σελ. 241

Εικοσιδύο χρωματικές μεταμφιέσεις και Έντεκα αιρετικά ποιήματα




















Εικοσιδύο χρωματικές μεταμφιέσεις
Και
Έντεκα αιρετικά ποιήματα

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΔΩΔΩΝΗ

Η ΩΧΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Στη γεύση του μελιού και σε ψευδαίσθηση αλκοόλ, στο χρώμα του νερού και στο θυμάρι άρωμα, νεκρώνει ο λεπτοδείκτης. Τα περασμένα δυνατότητα κι η μηχανή του χρόνου εν κινήσει. Ποιος είπε ότι θα μας την φέρει ο καιρός.
Στο κίτρινο των φύλλων κρεμάστηκε η αγάπη μου. Γλιστρώ στο χαλί που τρίζει απόβραδα. Απόγευμα, ποιος είπε ότι δεν ωφελούν οι αναμνήσεις, σ’ έχω πλάι μου. Σκυφτή και γεμάτη γυρίζω, γυρίζω… λιγάκι πο βαριά, μ’ ένα ίχνος από άσπρη σκόνη στα μαλλιά μου. Γερνάω;
Η ώχρα του καιρού, χρωμάτισε το αύριο.
Οι αναμνήσεις μου, στα χρώματα της άμμου. Πονάω;
Σελ.15







ΣΕ ΧΡΩΜΑ ΡΟΔΙ

Ροδί, όπως το χρώμα του ροδιού. Ροδί όπως το χρώμα της πληγής της φρέσκιας. ¨όταν ο πόνος μπήγει τα νύχια στο μυαλό και στην καρδιά και μια θάλασσα πλατιά πνίγει το μαύρο των ματιών σου. Όταν στο χώρο μπαινοβγαίνει η απόγνωση και μια σκιά καταδιώκει τη ζωή σου.
Σε χρώμα ροδί, πηχτό, καυτό, τότε βυθίζεσαι κι όλα είναι πόνος κι ηδονή. Όλα είναι λάβα. Πέτρα στην πέτρα, αλάτι στην πληγή κι ύστερα τίποτα. Σ’ ένα κρεσέντο αίσθησης, σ’ ένα ζενίθ παραίσθησης ώσπου να δροσερέψει το ροδί ο κάματος. Τότε βυθίζεσαι στη μοίρα.
Στη μοίρα που έχει το χρώμα ροδί σαν τη πληγή τη φρέσκια.
9/1/92
Σελ.22


Αιμορραγία χάρτινη

Κρύσταλλα καθρέφτες
Όρκοι υποσχέσεις
Ηλίθιες
Σ’ ένα βράδυ ατέλειωτο
Καρκινώματα γίνονται
Εποχών που πέρασαν
Μαχαιριές σημάδεψαν
Μιαν Ελένη σμίλεψαν
Αίμα και μελάνη.

Τις αιμορραγίες μου
Στη σελίδα άφησα
Ένιωσα
Ξαλάφρωσα
Κάποια ενοχή μου
Βγήκε και ξεχύλισε
Πύο στο χαρτί μου
Και δυο ρίμες
Γράφτηκαν
Με φωτιά και πόνο.

Η ερημιά μου χάρισε
Δυο στροφές και μόνο…
18/6/97
Σελ.40


ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Κατακερματισμένη
Γυρεύω τα συντρίμμια μου
Στα «Κατά Ματθαίον πάθη».

Πώς Χάθηκα έτσι…
Πώς…
Σελ.52

Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα...



Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα…

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ

«…Καλεί η ζωή, και δεν αλλάζει γνώμη,
Καρδιά μου, θεραπεύσου – αναχωρούμε».
Από τα «Σκαλοπάτια» του Έρμαν Έσσε


ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

«Ορίζων κενός».
Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;
Σελ. 9


ΠΕΡΙ ΕΝΟΧΗΣ

Κι όμως
Ο χρόνος από μόνος του
Είν’ αθώος
Δική μας η ενοχή
Κι η δίκη στα συκώτια μας.

Γλιστράμε.
21/6/97
Σελ.13


ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ,
ΠΡΩΤ’ ΑΠ’ ΟΛΑ, ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
γεμίσαμε τη ζωή μας ψέματα

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
φορτώσαμε το δωμάτιο φαντάσματα

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
σκιαγραφούμε μιαν αγάπη ονειρεμένη

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
επινοήσαμε έναν άνθρωπο μόνο στο νου μας

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
γινήκαμε ολοκαύτωμα για χάρη του

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
μετράμε τα συντρίμμια μας, θύματα μιας επινόησης

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
δική μας η φωτιά, αλλ’ άλλος κανονίζει για τις στάχτες

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
Μπορείς να βεβαιώσεις ποιος επινόησε ποιον;

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…
Σελ.16


ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΜΕΤΡΑ

Σώμα, σταυρός,
συνέλαβα, σταυρώθηκα…

Σώμα, σταυρός,
συνείδηση, σταυρώθηκα…


Σώμα, σκοπός
σκουριά, σταυρώθηκα…

Ή σώμα ή σκοπός
συνείδηση ή σκουριά
σταυρώθηκα, πάντως…
Σελ. 18


Ο ΕΝΙΚΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ

Η Αμοργός
της Ιθάκης
τη Κρήτη
την Κέρκυρα
ω Ρόδος
Να σας συστήσω
τη Σκιάθο
για να χαρεί η μάνα μου
κι ο μπράρμπα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
για να γνωρίσει
η κλητική την ονομαστική της.
Σελ. 64


Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ

Τα Κουφονήσια
Των Κυκλάδων
Τοις Παξοίς
Τα Δωδεκάνησα
Ω Σποράδες
για να συνάψουν
συγγενικές σχέσεις
όλες οι θάλασσες
για ν’ αυξηθούν
και να πληθύνουν
τα νησιά μας
για να χαρεί
ο πατέρας μου
που αρέσκεται στον πληθυντικό.
Σελ. 65

Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα...



Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα…

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ

ΠΕΡΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Ι

Στό Ήττα
Στο Θήτα
Στο Λάμδα
Στο Άλφα
Στο Ρο
Ένα μονάχα
Πληγωμένο Έψιλον
τι να σου κάνει;
25 Δεκεμβρίου 1995
Σελ. 11



ΠΕΡΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΙΙ

Στο Ητα (της ήττας)
Στο Θήτα (του θανάτου0
Στο λάμδα (της λήθης)
Στο Άλφα (της απόγνωσης)
Στο Ρο (της ροής)
Ένα μονάχα
Πληγωμένο Έψιλον (της έλλειψης)
Τι να σου κάνει.
25 Δεκεμβρίου 1995
Σελ. 12


ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑ

Εγώ,
Είπες και χάθηκες.
Στους δρόμους τους,
Στα βάσανά σου.
Τώρα, μετράς το βράδυ
Απ’ το παράθυρο αστέρια.
Εγώ,
Σε σκέπτομαι.
Κι είναι κρύα τα πόδια μου
Μέσα στο θαλασσί σου το πουλόβερ.
Σελ. 15


ΓΙΑ ΕΝΑ «Μ»

Εγώ, το μ
Δεν το ‘μαθα ποτέ.
Ούτε σαν περιορισμό
Ούτε σαν γενετήσια μορφή
Ούτε σαν μαντολάτο.

Μονάχα με τη μορφή του πεπρωμένου
Το γνώρισα.

Σαν σπλάχνο το ξέρασα
Και σαν παιδί, δεν αξιώθηκα,
Ποτέ δεν είδα.

Εγώ το μ
Δεν τόθελα ποτέ
Φοβήθηκα
2Ιουλίου 1996
Σελ. 27


ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΣΕΝΑ

Θα γίνω αλάτι.
Ο κάθε άντρας που γνωρίζω,
Με γυρίζει σε σένα.
Θα γίνω βουνό
Για να μη τριγυρνώ στους δρόμους
Που περάσαμε.
Θα γίνω βροχή
Για να εξατμιστεί ο πόνος μου
Στην άμμο.
Θα γίνω αεράκι
Να σου χαϊδεύω για πάντα
Τα μαλλιά.
¨όμως, είμαι η αγάπη σου
Γι’ αυτό θα γίνω αλάτι.
5 Ιουλίου 1996
Σελ.33


ΑΠΟΦΑΣΗ

Μένος
Μαινάδα
Μάρκος και
Μάραθος
Μ’ άφησες κι έφυγα
Μείνε
Σου μήνυσα
Μόλις
Σε μάλωσε από αγάπη η καρδιά.
Μόνη μου.
6 Απριλίου 1996
Σελ.37


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ




μ μ μ μ…
Μέλι, μήλο, μανία
Μένος, μαύρο, μαγεία
Μένω, μόνος, πολύ μακριά
Μυστήριο, μοναστήρι, μοναξιά

Το μ της μορφής
Το α της αφής
Πολλαπλασιαζόμενο εις άπειρον

Μαμά!
Το είπα.
Ιούλιος 1996
(Νοέμβρης 1994, Ιούλιος 1996)
Σελ.45

Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;





Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΑΓΚΥΡΑ

«Γράφουμε γιατί είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε. Αγαπάμε γιατί νοσταλγούμε ένα Θεό. Κάθε βιβλίο μια αποτυχία. Κάθε έρωτας μία φυγή. Μπορούμε να φέρουμε κάτι εις πέρας μόνο με κόλπα, μπορούμε να ζήσουμε μόνο πλαγίως. Δεν βρισκόμαστε ποτέ εκεί που νομίζουμε. Ο πόθος μας είναι ταγμένος στην αλητεία. Η θέλησή μας δεν έχει κανένα βάρος. Εντούτοις καμιά φορά μάς έρχονται νέα από το αιώνιο. Τα φώτα που πέφτουν σ’ ένα πρόσωπο. Ο κεραυνός που χτυπάει το μελάνι…»
Κριστιάν Μπομπέν
«Η Φάλαινα με τα πράσινα μάτια»
Σελ.9


«Εδώ στου δρόμου τα μισά
Έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
Γι’ αλλού ξεκίνησα
Στ’ αλήθεια στα ψεύτικα
Το λέω και τα’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
Μες στη ζωή πορεύτηκα.
Όσο κι αν κανείς προσέχει
Όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ ναι αργά
Δεύτερη ζωή δεν έχει».
Οδυσσέας Ελύτης
«Το παράπονο»
Σελ. 10

Λυγμός! Τι ωραία λέξη!
Γύρισα σπίτι κι έκλαψα με λυγμούς. Σαν αγοράκι μικρό, μπρούμυτα στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου. Στον καναπέ που απέκτησα μετά από χρόνων ξενύχτι και αυταπάρνηση. Στο γραφείο που ακόμα καταφεύγω για να γλιτώσω απ’ τις φωνές σου.
Αλλ’ απόψε όπου και να καταφύγω, νιώθω πως δεν σου γλιτώνω. Αυτή η βραχνή, παρ’ όλα αυτά ένρινη φωνή σαν στριγκιά, στοίχειωσε μέσα μου κι αυτή τη φορά σαν πανάρχαιο παράπονο βγαίνει απ’ τα σπλάχνα μου.
Όλα μού φταίγαν και μου φταίνε, αλλ’ αγνοούσα κι αγνοώ ποια και τι. Δεν χωρούσα και δεν χωρώ πουθενά. Και μέχρι σήμερα ούτε να κλάψω γινόταν, ούτε να χαλαρώσω. Ήταν όπως εκείνα τα δάκρυα που σφηνώνουν στο λαιμό και γίνονται θηλιά, άγχος, πανικός και γραβάτα συγχρόνως.
Έτσι ακριβώς!
Διότι από μωρό παιδί μού φορούσες γραβάτα. Για ν’ ανδρωθώ. Από μικρό παιδί μού απαγόρευσες τα δάκρυα. Και για να μη διακινδυνεύεις, κάθε πρωτοβουλία. Εσύ αποφάσιζες κι εγώ τα’ αποδεχόμουν ακόμα κι όταν φαινόταν πως σου ‘χα αρνηθεί. Είχα μαζί σου κοντραριστεί.
¨Όπως εκείνα τα Χριστούγεννα που έσπασα τα’ αγαπημένο μου τρενάκι. Επιβεβαιώνοντας έτσι την τσακισμένη εικόνα μου στα μάτια σου.
Έδειξες να λυπήθηκες. Ένα πανάκριβο τρένο, με ράγες, βαγόνια, αφετηρία, τέρμα και σταθμούς, σμπαράλια. Κομμάτια και θρύψαλα.
Χάρηκες, όμως, γιατί ήταν όλα όπως ακριβώς τα νόμιζες, όπως τα είχες προαποφασίσει, κι εγώ ένας γιος καθ’ όλα ανάξιός σου.
Κι από τότε, και για ολόκληρη την εφηβεία μου, λες και βάλθηκα να αποσυναρμολογώ το τρένο της ζωής μου. Ένα κανονικό, ανθρώπινο τρενάκι με ράγιες, βαγόνια, αφετηρία, τέρμα και σταθμούς, επιθυμίες, έρωτες, όνειρα, σχέδια και απόψεις, κομμάτια και θρύψαλα. Σμπαράλια.
Σελ. 19- 20

Δεν ζητούσα πολλά, μονάχα να θαυμάζω. Μπορούμε, άραγε, ν’ αγαπάμε ό,τι περιφρονούμε;

ΥΓ. «Πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν ν’ αγαπούν γιατί πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν να χάνουν τα πάντα».
Σελ.36

«Κοινωνική ζωή σημαίνει όλος ο κόσμος είναι εδώ και κανένας δεν υπάρχει. Κοινωνική ζωή είναι όλοι να συμμορφώνονται μ’ εκείνο που κανένας δεν επιθυμεί. Η γλυπτική είν’ ένας τρόπος να ξεφύγεις απ’ αυτή την αθλιότητα. Μια παραλλαγή της μοναξιάς, ακριβώς όπως ο έρωτας ή το παιχνίδι – η αρχή της ανυποταγής, μια αρετή της παιδικότητας».
Σελ. 43

«Αυτός που προδίδει έστω και μια φορά τις αρχές του, χάνει την αγνότητα της σχέσης του με τη ζωή. Το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του, είναι σαν να παραιτείται από τα πάντα, από την ταινία του, από τη ζωή του», όπως είχε πει ο Ταρκόφσκι κι όπως σ’ ακούω τώρα δα να λες.
Σελ. 45

Γεννήθηκα αργά σε έναν κουρασμένο αιώνα που έχει χάσει προ πολλού τους καθρέφτες του.
Στη θέση τους, παραμορφωτικοί φακοί που σε κάνουν την ίδια στιγμή ευάλωτο και στυγνό, τρομαγμένο και αγριεμένο, χαμένο και νικητή, τεράστιο κι ένα κουνούπι τόσο δα, βασιλικό και κάκτο, λιοντάρι και λαγό, δελφίνι κι αχινό…
Για να μετράς, κατόπιν, μονάχα τα αγκάθια.
Είπα αγκάθια…
Ακόμα τον θυμάμαι αυτόν τον βράχο στην αυλή που κάποτε με πέταξες. Αιτία… Ούτε που το θυμάμαι!
Θεέ μου, γιατί ξεχνάω τις αιτίες;
Σελ. 62


Δεν έχουν καθόλου άδικο να το λένε: Τις περισσότερες φορές τον γάμο τον επιθυμούν οι γυναίκες. Τον θέλουν με μια θέληση απόλυτη, παρανοϊκή. Ο άντρας τον υφίσταται, θα λέγαμε. Πηγαίνει στον γάμο όπως σε μια καινούργια δουλειά. Μαθαίνει τους κανόνες του όπως μαθαίνει το παιδί τα μαθήματά του, γκρινιάζοντας. Κι επειδή προσδοκά πολύ λίγα από το γάμο, ο άντρας ποτέ δεν απελπίζεται και ποτέ δεν θέλει να βγεί από τον γάμο, ακόμα κι αν χρεοκοπήσει – όπως αρπαζόμαστε από μια δουλειά που δεν μας προσφέρει πια καμιά χαρά αλλά εξασφαλίζει πάντα το τέλος του μήνα μας.
Έμαθα, λοιπόν, κι εγώ να υφίσταμαι και γάμο και δουλειά αδιαμαρτύρητα. Ποτέ δεν προσδοκούσα, εξάλλου, κάτι. Εκείνο που μας κάνει ανικανοποίητους και μίζερους, είναι η ελπίδα.
Σελ. 90


Μια ευθεία γραμμή μού φαινόνταν τα παρακάτω. Και η επιθυμία μου που γινότανε κραυγή αγωνίας και απορία υπαρξιακή, μία:
Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;
Έπαιξα, φάνηκε ότι κέρδισα κι έχασα διότι βρισκόμουν σε παιχνίδι άλλου.
Ήμουν ένας χαμένος νικητής. Ό,τι περισσότερο μισούσα. Θα επιθυμούσα ακριβώς το αντίθετο.
Μονάχα τα παιδιά μου, με ανακούφιζαν κάπως.
Τα’ άκουγα να κάνουν σχέδια στη μεγάλη σάλα και κουνούσα το κεφάλι με χαμόγελο, συγκαταβατικά.
Ας έκαναν ό,τι ήθελαν! Δεν θα τους στεκόμουν πουθενά εμπόδιο.
Σελ. 92


«Μόνο με σκληρή «αγωγή» βγαίνει πέρα η ζωή. Το άλογο ανέχεται τα καρφιά γιατί τα πέταλα προφυλάσσουν. Μερικά ζώα τρώνε πέτρες για να χωνέψουν. Το χταπόδι δε διστάζει να χάσει ένα ή δύο πλοκάμια του για να διαφύγει τον κίνδυνο. Και η χελώνα φυλακίζεται σε ένα στενό καύκαλο για να ζήσει. Καρφιά, πέταλα, πέτρες, κομμένα πλοκάμια και καύκαλα είναι γεμάτη η ανθρώπινη ζωή. Αλλά αν το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι ντυμένοι τη λεοντή της νύχτας θα γνωρίσουμε καλύτερα τη μέρα, αυτή η σκέψη θυμίζει μάλλον φίδι στην τρύπα του παρά δίδαγμα».
Αυτά υποστηρίζει ο Κωστής Παπαγιώργης κι εγώ τα πέταλά μου τα έβαλα, τα πλοκάμια μου τα έφαγα και το καύκαλο όσο και να ‘ ναι σκληρό, τώρα τα φόρεσα, πάει.
Και να το βγάλω, δεν γίνεται.
Φυλακίστηκα.
Και τον σατανισμό του οξύμωρου, τον γνώρισα στο έπαρκον.
Σελ. 107 -108

«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
Και δεν τολμούσα, φυσικά, να ρωτήσω.
Σελ. 135

Λένε πως την ψυχή του άλλου, μονάχα στο βλέμμα και στη χροιά της φωνής του μπορείς να τη διαβάσεις.
Διότι είναι εκείνα που δεν ελέγχονται, δεν προσποιούνται, δεν δείχνουν άλλα αντί άλλων. Είναι εκείνα που σε προδίδουνε συνεχώς κι ίσως γι’ αυτό όσοι θέλουνε κάτι να κρύψουν, έχουνε άχρωμη φωνή και άδειο βλέμμα.
Εγώ δεν τα’ άδειασα το βλέμμα μου. Προσπαθώ να το κάνω κάπως αδιάφορο. Έχω, όμως, ύφος ενόχου. Ακόμα κι αν δεν φταίω σε απολύτως τίποτα.
Σελ.144

Όσο για τη φωνή, προσπάθησα να την κάνω σίγουρη. Άδικος κόπος. Γρήγορη την έκανα. Ίσως επειδή σκέφτομαι πως ο άλλος βαριέται να μ’ ακούει.
Μια διαρκής μουρμούρικη γραμμή, δίχως τελεία ή άνω τελεία. Αν και έχω παρατηρήσει ότι τις βιαστικές φωνές είναι εκείνες που, τελικά, βαριόμαστε. Εκείνους που μιλούν βιαστικά είναι εκείνους που δεν ακούμε ή δεν θυμόμαστε τι μας είπαν, συνήθως.
Εσύ, μιλάς αργά, μαλακά, τρυφερά, με σιωπές.
Ούτε μια φράση σου, ποτέ, δεν ξέχασα.
Απόψε θα μείνω εδώ, στο χωριό. Θα ξενυχτήσω και θ’ ακούω τη φωνή σου.
Θα βάλλω και πάλι στο μαγνητόφωνο εκείνη τη μαγική κασέτα που γράφει «Ο».
Όπως, Ουσία, Ουτοπία, Ουρανός, Όραμα, Οφθαλμός, Οσία.
Θα μπορούσε ακόμα να είναι και ούριος άνεμος ή ουράνιο τόξο, θα μπορούσε να σημαίνει ομορφιά ή όαση.
Διότι είσαι και τα’ όραμα και ο ουρανός και η όρασή μου. Εσύ είσαι η ουσία μου και η Ουτοπία μου.
Κι εγώ ο πιο πιστός οπαδός σου. Διότι τίποτα απ’ ό,τι επιθύμησα πολύ, δεν επεδίωξα.
Σελ.145


Πώς πέρασαν, αλήθεια, έτσι τα χρόνια;
Πώς άφησα έτσι κενά, να περάσουν τα χρόνια;
Πώς απονεύρωσα έτσι και άδειασα τη ζωή μου;
Και τώρα κενός περιεχομένου, πώς να σ’ ανοίξω τα χέρια, πώς…
Σελ. 153

«Είναι μερικοί άνθρωποι που λες και ξεπηδούν από το παρελθόν μας. Τόσο ζεστοί, τόσο οικείοι, συγγενικοί θα έλεγα, εντάξει, μην πω αδελφές ψυχές και σε τρομάξω, αλλά που είναι σαν να ξεμυτίζουν στη ζωή μας απ’ το χθες. Σαν να παίξαμε, θαρρείς, στην ίδια αυλή. Κι αυτούς δεν θέλουμε με τίποτα να τους χάσουμε. Έτσι αισθάνομαι εγώ, Άγγελε, έτσι ακριβώς. Κι έχω την εντύπωση ότι κι εσύ κάποιες φορές αισθάνεσαι παρόμοια. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να μιλάμε, Άγγελε. Για μια έστω φορά να συζητήσουμε».
Σελ.153 – 154

Ο τίτλος του, ολότελα συμβολικός, ένιωθα να με καίει και φυσικά να μ’ αφορά:
«οι πιο μικρές αποστάσεις, είν’ αποστάσεις αδιάβατες».
Και στις γραμμές του, ό,τι αρνιόμουν τόσον καιρό να δω και να παραδεχτώ:
«Το έχω ήδη προσέξει: του ανθρώπους τους αγαπάμε μεμιάς ή ποτέ».
Σελ. 157

Ποιος είπε ότι το ποτό μπορεί και να μας κάνει πιο θαρραλέους. Το μέσα μάς αναδιπλώνει προς τα έξω. Κι έτσι και στο κουκούτσι μας κρύβεται Ζορρό, Ζορρό θα ξεπροβάλλει.
Σελ. 169

Εξαιτίας σου άρχισα να παρακολουθώ τις φωνές. Το πόσο βγαίνει, τελικά, η ψυχή στη φωνή μας. Το πόσο μετρούν οι ψυχικές μεταπτώσεις στο φωνητικό μέταλλο και πόσα πράγματα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, έτσι και ξέρει ν’ ακούει.
Σελ. 172

Η λήθη δυστυχώς, σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση, έρχεται συνήθως μαζί με τη μνήμη. Για να ξεχάσεις θα πρέπει, εντέλει, να θυμηθείς.
Αλλά ο μηχανισμός της ανάμνησης και δύσκολος είναι και δύσβατος και σκοτεινός μαζί.
Σελ.207


Δεν θα φοβόμουν τίποτα.
Θα ψήλωνα κι άλλο.
Και θα ξανάγραφα το παρελθόν μου απ’ την αρχή. Θα το ξαναθυμόμουν μ’ άλλα δεδομένα. Διότι όχι μονάχα ό,τι ζούμε επιδέχεται αλλαγή, αλλά κι εκείνο που ζήσαμε. Τροποποιείται μαζί με τον χαρακτήρα μας και γίνεται άλλο, ανάλογα με το ποιόν μας.
Έτσι, ό,τι μας πίκρανε μπορεί και να μας είναι αδιάφορο πια. Εκείνο που θεωρήσαμε σημαντικό, μπορεί και να μην άξιζε τον κόπο. Άνθρωποι που «έγραψαν» για μας ανεπανόρθωτα, μπορεί και να θεωρηθούν δευτερευούσης σημασίας. Και άλλοι, που όταν υπήρξαν, δεν τους «μετρήσαμε» σωστά, μπορεί και τώρα, εκ των υστέρων να δικαιωθούν, και εκ των υστέρων να δεχτούνε την αγάπη μας.
Σελ.232

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 36



ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 35




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 34




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 33




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 32




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 31




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 30




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 29




ΒΙΒΛΙΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ 28