«Θυμάμαι που πολλές φορές περνούσες τη μέρα σου αντιγράφοντας κείμενα που σου χρησίμευαν ως άμφια. Το προτιμούσες αυτό γιατί στη αντιγραφή η προσωπική συμβολή πρακτικώς περιορίζεται στον μόχθο, η συναισθηματική πράξη ανήκει σε άλλον. Έτσι κρατιόσουν σε απόσταση από τα γραπτά σου.... Τέτοιες φράσεις είναι σαν αποδημητικά πουλιά, έλεγες. Ανάλογα με την εποχή μεταφέρονται. Είναι λόγια του αέρα, φράσεις- μετανάστες. Φράσεις που ψάχνουν την τύχη του άλλου, κάθε φορά».
ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Σελ. 87

Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;





Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΑΓΚΥΡΑ

«Γράφουμε γιατί είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε. Αγαπάμε γιατί νοσταλγούμε ένα Θεό. Κάθε βιβλίο μια αποτυχία. Κάθε έρωτας μία φυγή. Μπορούμε να φέρουμε κάτι εις πέρας μόνο με κόλπα, μπορούμε να ζήσουμε μόνο πλαγίως. Δεν βρισκόμαστε ποτέ εκεί που νομίζουμε. Ο πόθος μας είναι ταγμένος στην αλητεία. Η θέλησή μας δεν έχει κανένα βάρος. Εντούτοις καμιά φορά μάς έρχονται νέα από το αιώνιο. Τα φώτα που πέφτουν σ’ ένα πρόσωπο. Ο κεραυνός που χτυπάει το μελάνι…»
Κριστιάν Μπομπέν
«Η Φάλαινα με τα πράσινα μάτια»
Σελ.9


«Εδώ στου δρόμου τα μισά
Έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
Γι’ αλλού ξεκίνησα
Στ’ αλήθεια στα ψεύτικα
Το λέω και τα’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
Μες στη ζωή πορεύτηκα.
Όσο κι αν κανείς προσέχει
Όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ ναι αργά
Δεύτερη ζωή δεν έχει».
Οδυσσέας Ελύτης
«Το παράπονο»
Σελ. 10

Λυγμός! Τι ωραία λέξη!
Γύρισα σπίτι κι έκλαψα με λυγμούς. Σαν αγοράκι μικρό, μπρούμυτα στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου. Στον καναπέ που απέκτησα μετά από χρόνων ξενύχτι και αυταπάρνηση. Στο γραφείο που ακόμα καταφεύγω για να γλιτώσω απ’ τις φωνές σου.
Αλλ’ απόψε όπου και να καταφύγω, νιώθω πως δεν σου γλιτώνω. Αυτή η βραχνή, παρ’ όλα αυτά ένρινη φωνή σαν στριγκιά, στοίχειωσε μέσα μου κι αυτή τη φορά σαν πανάρχαιο παράπονο βγαίνει απ’ τα σπλάχνα μου.
Όλα μού φταίγαν και μου φταίνε, αλλ’ αγνοούσα κι αγνοώ ποια και τι. Δεν χωρούσα και δεν χωρώ πουθενά. Και μέχρι σήμερα ούτε να κλάψω γινόταν, ούτε να χαλαρώσω. Ήταν όπως εκείνα τα δάκρυα που σφηνώνουν στο λαιμό και γίνονται θηλιά, άγχος, πανικός και γραβάτα συγχρόνως.
Έτσι ακριβώς!
Διότι από μωρό παιδί μού φορούσες γραβάτα. Για ν’ ανδρωθώ. Από μικρό παιδί μού απαγόρευσες τα δάκρυα. Και για να μη διακινδυνεύεις, κάθε πρωτοβουλία. Εσύ αποφάσιζες κι εγώ τα’ αποδεχόμουν ακόμα κι όταν φαινόταν πως σου ‘χα αρνηθεί. Είχα μαζί σου κοντραριστεί.
¨Όπως εκείνα τα Χριστούγεννα που έσπασα τα’ αγαπημένο μου τρενάκι. Επιβεβαιώνοντας έτσι την τσακισμένη εικόνα μου στα μάτια σου.
Έδειξες να λυπήθηκες. Ένα πανάκριβο τρένο, με ράγες, βαγόνια, αφετηρία, τέρμα και σταθμούς, σμπαράλια. Κομμάτια και θρύψαλα.
Χάρηκες, όμως, γιατί ήταν όλα όπως ακριβώς τα νόμιζες, όπως τα είχες προαποφασίσει, κι εγώ ένας γιος καθ’ όλα ανάξιός σου.
Κι από τότε, και για ολόκληρη την εφηβεία μου, λες και βάλθηκα να αποσυναρμολογώ το τρένο της ζωής μου. Ένα κανονικό, ανθρώπινο τρενάκι με ράγιες, βαγόνια, αφετηρία, τέρμα και σταθμούς, επιθυμίες, έρωτες, όνειρα, σχέδια και απόψεις, κομμάτια και θρύψαλα. Σμπαράλια.
Σελ. 19- 20

Δεν ζητούσα πολλά, μονάχα να θαυμάζω. Μπορούμε, άραγε, ν’ αγαπάμε ό,τι περιφρονούμε;

ΥΓ. «Πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν ν’ αγαπούν γιατί πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν να χάνουν τα πάντα».
Σελ.36

«Κοινωνική ζωή σημαίνει όλος ο κόσμος είναι εδώ και κανένας δεν υπάρχει. Κοινωνική ζωή είναι όλοι να συμμορφώνονται μ’ εκείνο που κανένας δεν επιθυμεί. Η γλυπτική είν’ ένας τρόπος να ξεφύγεις απ’ αυτή την αθλιότητα. Μια παραλλαγή της μοναξιάς, ακριβώς όπως ο έρωτας ή το παιχνίδι – η αρχή της ανυποταγής, μια αρετή της παιδικότητας».
Σελ. 43

«Αυτός που προδίδει έστω και μια φορά τις αρχές του, χάνει την αγνότητα της σχέσης του με τη ζωή. Το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του, είναι σαν να παραιτείται από τα πάντα, από την ταινία του, από τη ζωή του», όπως είχε πει ο Ταρκόφσκι κι όπως σ’ ακούω τώρα δα να λες.
Σελ. 45

Γεννήθηκα αργά σε έναν κουρασμένο αιώνα που έχει χάσει προ πολλού τους καθρέφτες του.
Στη θέση τους, παραμορφωτικοί φακοί που σε κάνουν την ίδια στιγμή ευάλωτο και στυγνό, τρομαγμένο και αγριεμένο, χαμένο και νικητή, τεράστιο κι ένα κουνούπι τόσο δα, βασιλικό και κάκτο, λιοντάρι και λαγό, δελφίνι κι αχινό…
Για να μετράς, κατόπιν, μονάχα τα αγκάθια.
Είπα αγκάθια…
Ακόμα τον θυμάμαι αυτόν τον βράχο στην αυλή που κάποτε με πέταξες. Αιτία… Ούτε που το θυμάμαι!
Θεέ μου, γιατί ξεχνάω τις αιτίες;
Σελ. 62


Δεν έχουν καθόλου άδικο να το λένε: Τις περισσότερες φορές τον γάμο τον επιθυμούν οι γυναίκες. Τον θέλουν με μια θέληση απόλυτη, παρανοϊκή. Ο άντρας τον υφίσταται, θα λέγαμε. Πηγαίνει στον γάμο όπως σε μια καινούργια δουλειά. Μαθαίνει τους κανόνες του όπως μαθαίνει το παιδί τα μαθήματά του, γκρινιάζοντας. Κι επειδή προσδοκά πολύ λίγα από το γάμο, ο άντρας ποτέ δεν απελπίζεται και ποτέ δεν θέλει να βγεί από τον γάμο, ακόμα κι αν χρεοκοπήσει – όπως αρπαζόμαστε από μια δουλειά που δεν μας προσφέρει πια καμιά χαρά αλλά εξασφαλίζει πάντα το τέλος του μήνα μας.
Έμαθα, λοιπόν, κι εγώ να υφίσταμαι και γάμο και δουλειά αδιαμαρτύρητα. Ποτέ δεν προσδοκούσα, εξάλλου, κάτι. Εκείνο που μας κάνει ανικανοποίητους και μίζερους, είναι η ελπίδα.
Σελ. 90


Μια ευθεία γραμμή μού φαινόνταν τα παρακάτω. Και η επιθυμία μου που γινότανε κραυγή αγωνίας και απορία υπαρξιακή, μία:
Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;
Έπαιξα, φάνηκε ότι κέρδισα κι έχασα διότι βρισκόμουν σε παιχνίδι άλλου.
Ήμουν ένας χαμένος νικητής. Ό,τι περισσότερο μισούσα. Θα επιθυμούσα ακριβώς το αντίθετο.
Μονάχα τα παιδιά μου, με ανακούφιζαν κάπως.
Τα’ άκουγα να κάνουν σχέδια στη μεγάλη σάλα και κουνούσα το κεφάλι με χαμόγελο, συγκαταβατικά.
Ας έκαναν ό,τι ήθελαν! Δεν θα τους στεκόμουν πουθενά εμπόδιο.
Σελ. 92


«Μόνο με σκληρή «αγωγή» βγαίνει πέρα η ζωή. Το άλογο ανέχεται τα καρφιά γιατί τα πέταλα προφυλάσσουν. Μερικά ζώα τρώνε πέτρες για να χωνέψουν. Το χταπόδι δε διστάζει να χάσει ένα ή δύο πλοκάμια του για να διαφύγει τον κίνδυνο. Και η χελώνα φυλακίζεται σε ένα στενό καύκαλο για να ζήσει. Καρφιά, πέταλα, πέτρες, κομμένα πλοκάμια και καύκαλα είναι γεμάτη η ανθρώπινη ζωή. Αλλά αν το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι ντυμένοι τη λεοντή της νύχτας θα γνωρίσουμε καλύτερα τη μέρα, αυτή η σκέψη θυμίζει μάλλον φίδι στην τρύπα του παρά δίδαγμα».
Αυτά υποστηρίζει ο Κωστής Παπαγιώργης κι εγώ τα πέταλά μου τα έβαλα, τα πλοκάμια μου τα έφαγα και το καύκαλο όσο και να ‘ ναι σκληρό, τώρα τα φόρεσα, πάει.
Και να το βγάλω, δεν γίνεται.
Φυλακίστηκα.
Και τον σατανισμό του οξύμωρου, τον γνώρισα στο έπαρκον.
Σελ. 107 -108

«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
Και δεν τολμούσα, φυσικά, να ρωτήσω.
Σελ. 135

Λένε πως την ψυχή του άλλου, μονάχα στο βλέμμα και στη χροιά της φωνής του μπορείς να τη διαβάσεις.
Διότι είναι εκείνα που δεν ελέγχονται, δεν προσποιούνται, δεν δείχνουν άλλα αντί άλλων. Είναι εκείνα που σε προδίδουνε συνεχώς κι ίσως γι’ αυτό όσοι θέλουνε κάτι να κρύψουν, έχουνε άχρωμη φωνή και άδειο βλέμμα.
Εγώ δεν τα’ άδειασα το βλέμμα μου. Προσπαθώ να το κάνω κάπως αδιάφορο. Έχω, όμως, ύφος ενόχου. Ακόμα κι αν δεν φταίω σε απολύτως τίποτα.
Σελ.144

Όσο για τη φωνή, προσπάθησα να την κάνω σίγουρη. Άδικος κόπος. Γρήγορη την έκανα. Ίσως επειδή σκέφτομαι πως ο άλλος βαριέται να μ’ ακούει.
Μια διαρκής μουρμούρικη γραμμή, δίχως τελεία ή άνω τελεία. Αν και έχω παρατηρήσει ότι τις βιαστικές φωνές είναι εκείνες που, τελικά, βαριόμαστε. Εκείνους που μιλούν βιαστικά είναι εκείνους που δεν ακούμε ή δεν θυμόμαστε τι μας είπαν, συνήθως.
Εσύ, μιλάς αργά, μαλακά, τρυφερά, με σιωπές.
Ούτε μια φράση σου, ποτέ, δεν ξέχασα.
Απόψε θα μείνω εδώ, στο χωριό. Θα ξενυχτήσω και θ’ ακούω τη φωνή σου.
Θα βάλλω και πάλι στο μαγνητόφωνο εκείνη τη μαγική κασέτα που γράφει «Ο».
Όπως, Ουσία, Ουτοπία, Ουρανός, Όραμα, Οφθαλμός, Οσία.
Θα μπορούσε ακόμα να είναι και ούριος άνεμος ή ουράνιο τόξο, θα μπορούσε να σημαίνει ομορφιά ή όαση.
Διότι είσαι και τα’ όραμα και ο ουρανός και η όρασή μου. Εσύ είσαι η ουσία μου και η Ουτοπία μου.
Κι εγώ ο πιο πιστός οπαδός σου. Διότι τίποτα απ’ ό,τι επιθύμησα πολύ, δεν επεδίωξα.
Σελ.145


Πώς πέρασαν, αλήθεια, έτσι τα χρόνια;
Πώς άφησα έτσι κενά, να περάσουν τα χρόνια;
Πώς απονεύρωσα έτσι και άδειασα τη ζωή μου;
Και τώρα κενός περιεχομένου, πώς να σ’ ανοίξω τα χέρια, πώς…
Σελ. 153

«Είναι μερικοί άνθρωποι που λες και ξεπηδούν από το παρελθόν μας. Τόσο ζεστοί, τόσο οικείοι, συγγενικοί θα έλεγα, εντάξει, μην πω αδελφές ψυχές και σε τρομάξω, αλλά που είναι σαν να ξεμυτίζουν στη ζωή μας απ’ το χθες. Σαν να παίξαμε, θαρρείς, στην ίδια αυλή. Κι αυτούς δεν θέλουμε με τίποτα να τους χάσουμε. Έτσι αισθάνομαι εγώ, Άγγελε, έτσι ακριβώς. Κι έχω την εντύπωση ότι κι εσύ κάποιες φορές αισθάνεσαι παρόμοια. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να μιλάμε, Άγγελε. Για μια έστω φορά να συζητήσουμε».
Σελ.153 – 154

Ο τίτλος του, ολότελα συμβολικός, ένιωθα να με καίει και φυσικά να μ’ αφορά:
«οι πιο μικρές αποστάσεις, είν’ αποστάσεις αδιάβατες».
Και στις γραμμές του, ό,τι αρνιόμουν τόσον καιρό να δω και να παραδεχτώ:
«Το έχω ήδη προσέξει: του ανθρώπους τους αγαπάμε μεμιάς ή ποτέ».
Σελ. 157

Ποιος είπε ότι το ποτό μπορεί και να μας κάνει πιο θαρραλέους. Το μέσα μάς αναδιπλώνει προς τα έξω. Κι έτσι και στο κουκούτσι μας κρύβεται Ζορρό, Ζορρό θα ξεπροβάλλει.
Σελ. 169

Εξαιτίας σου άρχισα να παρακολουθώ τις φωνές. Το πόσο βγαίνει, τελικά, η ψυχή στη φωνή μας. Το πόσο μετρούν οι ψυχικές μεταπτώσεις στο φωνητικό μέταλλο και πόσα πράγματα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, έτσι και ξέρει ν’ ακούει.
Σελ. 172

Η λήθη δυστυχώς, σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση, έρχεται συνήθως μαζί με τη μνήμη. Για να ξεχάσεις θα πρέπει, εντέλει, να θυμηθείς.
Αλλά ο μηχανισμός της ανάμνησης και δύσκολος είναι και δύσβατος και σκοτεινός μαζί.
Σελ.207


Δεν θα φοβόμουν τίποτα.
Θα ψήλωνα κι άλλο.
Και θα ξανάγραφα το παρελθόν μου απ’ την αρχή. Θα το ξαναθυμόμουν μ’ άλλα δεδομένα. Διότι όχι μονάχα ό,τι ζούμε επιδέχεται αλλαγή, αλλά κι εκείνο που ζήσαμε. Τροποποιείται μαζί με τον χαρακτήρα μας και γίνεται άλλο, ανάλογα με το ποιόν μας.
Έτσι, ό,τι μας πίκρανε μπορεί και να μας είναι αδιάφορο πια. Εκείνο που θεωρήσαμε σημαντικό, μπορεί και να μην άξιζε τον κόπο. Άνθρωποι που «έγραψαν» για μας ανεπανόρθωτα, μπορεί και να θεωρηθούν δευτερευούσης σημασίας. Και άλλοι, που όταν υπήρξαν, δεν τους «μετρήσαμε» σωστά, μπορεί και τώρα, εκ των υστέρων να δικαιωθούν, και εκ των υστέρων να δεχτούνε την αγάπη μας.
Σελ.232

Δεν υπάρχουν σχόλια: